Πότε μια γυναίκα κινδυνεύει από καρκίνο στο μαστό;

Η ιστορία της Αντζελίνα Τζολί και όσα ακολούθησαν, δείχνει να έχει ευαισθητοποιήσει τους άνδρες αλλά πολύ περισσότερο τις γυναίκες, σε ολόκληρο τον κόσμο. Αλήθεια όμως, πόσες γυναίκες γνωρίζετε πότε κινδυνεύετε πραγματικά να εμφανίσετε καρκίνο στο στήθος; Ποιοι είναι οι παράγοντες που πρέπει να σας υποψιάσουν για να επισκεφτείτε τον γιατρό σας έστω και προληπτικά; Στο επιστημονικό κείμενο που ακολουθεί θα ενημερωθείτε πλήρως.

Για να νικήσουμε τον καρκίνο πρέπει πρώτα από όλα να τον προλάβουμε.

Ως «παράγοντας» κινδύνου αναφέρεται οτιδήποτε αυξάνει την πιθανότητα να αναπτύξει κάποιος καρκίνο. Παρόλο που οι παράγοντες κινδύνου επηρεάζουν την ανάπτυξη του, οι περισσότεροι από αυτούς δεν προκαλούν άμεσα καρκίνο

Ως «παράγοντας» κινδύνου αναφέρεται οτιδήποτε αυξάνει την πιθανότητα να αναπτύξει κάποιος καρκίνο. Παρόλο που οι παράγοντες κινδύνου επηρεάζουν την ανάπτυξη του, οι περισσότεροι από αυτούς δεν προκαλούν άμεσα καρκίνο.

Ορισμένες γυναίκες με πολλαπλούς παράγοντες κινδύνου δεν αναπτύσσουν ποτέ τη νόσο. Ενώ άλλες στις οποίες δεν έχουν διαπιστωθεί παράγοντες, νοσούν. Η γνώση των παραγόντων κινδύνου και η γνωστοποίησή τους σε ιατρό ενδεδειγμένης ειδικότητας μπορεί να βοηθήσει. Είτε να επαναπροσδιορίσει τον τρόπο ζωής του, είτε να πάρει σημαντικές αποφάσεις για την υγεία του. Η αλλαγή τρόπου ζωής σε συνδυασμό με διαγνωστικές εξετάσεις , ονομάζεται εξατομικευμένη στρατηγική μείωσης ανάπτυξης καρκίνου του μαστού.

Διαβάστε τους παράγοντες που μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού στις γυναίκες:

Ο κίνδυνος ανάπτυξης καρκίνου του μαστού αυξάνεται με την ηλικία. Οι περισσότεροι καρκίνοι εκδηλώνονται στις γυναίκες μετά την ηλικία των 50 που έχουν ήδη μπει στο στάδιο της εμμηνόπαυσης. Σύμφωνα με στοιχεία του National Health System (NHS), 8 στις 10 περιπτώσεις καρκίνου του μαστού συμβαίνουν σε γυναίκες άνω των 50 ετών.

Η γυναίκα που είχε στο παρελθόν νοσήσει με καρκίνο του μαστού στον ένα μαστό, έχει 1% με 2% πιθανότητες ανά έτος να αναπτύξει και στον άλλο.

Το ιστορικό του καρκίνου των ωοθηκών μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού. Εάν στην ασθενή έχουν διαπιστωθεί μεταλλάξεις των γονιδίων BRCA1 και BRCA2, ο κίνδυνος ανάπτυξης καρκίνου του μαστού και των ωοθηκών, αυξάνει περαιτέρω.

Οι γυναίκες με συγγενείς 1ουβαθμού (μητέρα, αδελφή, κόρη) που έχουν διαγνωστεί με καρκίνο μαστού, εμφανίζουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης της νόσου. Όσες περισσότερες είναι οι συγγενείς που έχουν νοσήσει, (είτε από την πλευρά του πατέρα, είτε από της μητέρας) με τη συγκεκριμένη μορφή καρκίνου τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος. Εάν οι συγγενείς νόσησαν σε νεαρή ηλικία, αποτελεί ένδειξη για κληρονομούμενη μορφή της νόσου. Ωστόσο, οι περισσότερες περιπτώσεις καρκίνου του μαστού δεν είναι κληρονομούμενες (δεν περνάνε δηλαδή από γενιά σε γενιά).

Συγκεκριμένα γονίδια, γνωστά ως BRCA1 και BRCA2 μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο ανάπτυξης τόσο καρκίνου του μαστού όσο και καρκίνου των ωοθηκών. Ένα τρίτο γονίδιο, το TP53, επίσης φαίνεται να συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο καρκίνου του μαστού. Εάν οι συγγενείς που έχουν νοσήσει με καρκίνο μαστού είναι 2ουβαθμού (γιαγιά, θεία, ανιψιά, εγγονή) πάλι ο κίνδυνος εμφανίζεται αυξημένος.

Οι μεταλλάξεις των γονιδίων BRCA1 και BRCA2 συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού και των ωοθηκών. Η μετάλλαξη των συγκεκριμένων γονιδίων μπορεί να διαπιστωθεί μέσω εξέτασης αίματος. Ωστόσο, το γενετικό αυτό τεστ δεν ενδείκνυται σε όλους τους ενδιαφερόμενους. Θα πρέπει να προηγηθεί μια συμβουλευτική περίοδος που θα βοηθήσει τον υποβαλλόμενο στο τεστ να διαχειριστεί τα αποτελέσματά του. Οι ερευνητές εκτιμούν πως τα γονίδια αυτά ευθύνονται για το 5% με 10% του συνόλου των περιπτώσεων ανάπτυξης της νόσου.

Οι ορμόνες, οιστρογόνα και προγεστερόνη, συνδέονται με την ανάπτυξη των δευτερευόντων χαρακτηριστικών του φύλου (όπως η ανάπτυξη του μαστού) και με την εγκυμοσύνη. Η «παραγωγή» τους στο γυναικείο οργανισμό μειώνεται στην εμμηνόπαυση. Η έκθεση των γυναικών σε αυτές τις ορμόνες επί μακρόν αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού. Συγκεκριμένα:

  • Οι γυναίκες που ξεκίνησαν την έμμηνο ρύση πριν την ηλικία των 11 με 12 ετών ή που μπήκαν στη φάση της εμμηνόπαυσης μετά την ηλικία των 55 ετών εμφανίζουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού. Ο λόγος είναι ότι τα κύτταρα του στήθους έχουν εκτεθεί στα οιστρογόνα και την προγεστερόνη για μακρύ χρονικό διάστημα.

  • Οι γυναίκες που εγκυμονούν στο πρώτο τους παιδί μετά την ηλικία των 35 ετών ή που ποτέ δεν ολοκληρώθηκε η εγκυμοσύνη τους εμφανίζουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού. Η εγκυμοσύνη έχει προστατευτική δράση ενάντια στον καρκίνο του μαστού δεδομένου ότι ωθεί τα κύτταρα του μαστού στην τελική φάση της ωρίμανσης. Επιπρόσθετα, φαίνεται πως και ο θηλασμός δρα προστατευτικά ενάντια στην ανάπτυξη της νόσου.

Η πρόσφατη λήψη (εντός των τελευταίων πέντε ετών) και η μακρόχρονη λήψη (επί σειρά ετών) μετεμμηνοπαυσιακής θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού. Τα στοιχεία μάλιστα αποδεικνύουν πως τα νέα περιστατικά διάγνωσης καρκίνου του μαστού σημείωσαν μείωση καθώς μειώνονταν και ο αριθμός των γυναικών που προχωρούσε σε τέτοιες θεραπείες.

Όπως και με άλλες μορφές καρκίνου, έτσι και με τον καρκίνο του μαστού, πλήθος ερευνών έχουν καταδείξει πως ποικίλοι παράγοντες του τρόπου ζωής μπορεί να συμβάλουν στην ανάπτυξη της νόσου.

Πρόσφατες έρευνες έχουν καταδείξει πως οι μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που είναι και παχύσαρκες παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού. Διαβάστε περισσότερα και σε προηγούμενο άρθρο μας, Εμμηνόπαυση και κλιμακτήριος.

μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού. Η άσκηση μειώνει τα επίπεδα των ορμονών, ενεργοποιεί το μεταβολισμό και ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα. Η αυξημένη σωματική δραστηριότητα συνδέεται με μειωμένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού.

δύο ή και περισσότερων ανά ημέρα, όπως μπύρα, κρασί και ποτά με μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε αλκοόλ, αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης της νόσου.

Η ιονίζουσα ακτινοβολία σε υψηλές δόσεις, μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού. Ωστόσο, τα ιδιαίτερα χαμηλά ποσοστά ακτινοβολίας που λαμβάνει μια γυναίκα κατά τη διάρκεια της ετήσιας μαστογραφίας της δεν συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης της νόσου. Το αντίθετο μάλιστα, η συγκεκριμένη απεικονιστική εξέταση βοηθά στην ανίχνευση της νόσου σε πρώιμο στάδιο και στην καλύτερη πρόγνωση της υγείας της γυναίκας.

Ο πυκνός μαστικός ιστός είναι σχετικά δύσκολο να «αναγνωστεί» στη μαστογραφία. Εξαιτίας αυτού, ένας μικρός όγκος σε πυκνούς μαστούς μπορεί να εντοπιστεί με δυσκολία. Οι ερευνητές επίσης διεξάγουν σχετικές μελέτες για να διαπιστώσουν εάν η πυκνότητα των μαστών αυξάνει και τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού. Σίγουρα όμως μέχρι στιγμής δεν υπάρχει σχετική τεκμηρίωση.

Πρόκειται για ειδική αλλοίωση είτε στους πόρους είτε στα λόβια. Ο κίνδυνος ανάπτυξης καρκίνου του μαστού στις γυναίκες με διαγνωσμένη άτυπη υπερπλασία τετραπλασιάζεται σε σχέση με το γενικό πληθυσμό. Εάν συνυπάρχει και κληρονομικό οικογενειακό ιστορικό, ο κίνδυνος σημειώνεται έξι φορές μεγαλύτερος. Η θεραπευτική της προσέγγιση συνιστά χειρουργική βιοψία.

Όσες γυναίκες έχουν μεγαλύτερο του μέσου όρου ύψος είναι πιο πιθανό να αναπτύξουν καρκίνο του μαστού συγκριτικά με τις μέτριες σε ύψος γυναίκες. Η αιτία δεν έχει εξακριβωθεί. Ωστόσο, υπάρχουν εικασίες ότι οφείλεται στη διατροφή, στις ορμόνες και την αλληλοεπίδραση μεταξύ γονιδίων.

Με τον όρο «in situ καρκίνωμα» αναφέρονται οι περιπτώσεις όπου τα κύτταρα με κακοήθεια περιορίζονται στο επιθήλιο του λοβίου (λοβιακό καρκίνωμα) και δεν φαίνεται να διασπούν τη βασική μεμβράνη. Το in situ αποτελεί περισσότερο ένα δείκτη αυξημένου κινδύνου εμφάνισης αμφοτερόπλευρου πορογενούς ή διηθητικού καρκίνου του μαστού, παρά μια προκαρκινωματώδη βλάβη αυτή καθαυτή. Ο κίνδυνος ανάπτυξης ετερόπλευρου και ομόπλευρου καρκίνου του μαστού εμφανίζεται ίδιος. Η συνύπαρξη οικογενειακού ιστορικού καρκίνου του μαστού αυξάνει σημαντικά την πιθανότητα εμφάνισης διηθητικού καρκίνου.

Share This Story:

Σχετικά  άρθρα