Εμμηνόπαυση

Εμμηνόπαυση είναι η μόνιμη διακοπή της εμμήνου ρύσεως που εμφανίζεται όταν οι ωοθήκες εξαντλήσουν τα ωάριά τους και δεν εκκρίνουν πλέον Οιστρογόνα.

Πρόκειται για ένα φυσιολογικό  γεγονός στη ζωή της γυναίκας που σηματοδοτεί τη μετάβαση από την περίοδο που είναι ικανή για αναπαραγωγή στην μη αναπαραγωγική περίοδο. Θεωρείται ότι μια γυναίκα έχει μπεί στην εμμηνόπαυση όταν η έμμηνος ρύση έχει σταματήσει για τουλάχιστον 6 μήνες.

Οποιαδήποτε κολπική αιμόρροια 6 μήνες μετά την τελευταία έμμηνο ρύση απαιτεί άμεση ιατρική διερεύνηση.

Τα χρόνια πριν την εμμηνόπαυση, που χαρακτηρίζονται από αλλαγές των φυσιολογικών ωοθυλακιορρηκτικών κύκλων  χαρακτηρίζονται ως περιεμμηνόπαυσιακά χρόνια και συχνά περιλαμβάνουν την ηλικία από τα 40-50 έτη.

Με βάση την Μassachusetts Women’s Health Study η μέση ηλικία έναρξης εμμηνόπαυσης είναι 48 με 52 έτη.
Η ηλικία της εμμηνόπαυσης δεν σχετίζεται με την ηλικία εμμηναρχής, τη λήψη αντισυλληπτικών ή κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες.

Οι συνέπειες της έλλειψης των ορμονών είναι βραχυχρόνιες  και μακροχρόνιες

Βραχυχρόνιες συνέπειες

Αγγειοκινητικές εξάψεις εκφράζει ένα σημαντικό ποσοστό μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών (περίπου 70% ), αλλά μόνο το 20% θα επηρρεαστεί τόσο ώστε να ζητήσει ιατρική βοήθεια.

Ως έξαψη περιγράφεται ένα ξαφνικό αίσθημα θερμότητας στο άνω τμήμα του σώματος, που συνοδεύεται από ερύθημα προσώπου, λαιμού και θώρακα και λύεται με αίσθημα ψύχους και συχνά με ιδρώτα. Η διάρκεια του επεισοδίου μπορεί να ποικίλει από λίγα δευτερόλεπτα ως μερικά λεπτά και σπανιότατα ως μια ώρα.

Μπορεί να εμφανίζονται αραιά ή κάθε λίγα λεπτά. Είναι συχνότερα τη νύχτα, σε ζεστό περιβάλλον και σε περιόδους stress. Σε μερικές γυναίκες μπορεί να προηγείται κεφαλαλγία ή αίσθημα παλμών. Μπορεί να ξυπνάνε την γυναίκα πολλές φορές τη νύχτα, με αποτέλεσμα διαταραχές και της ποιότητας του ύπνου, χρόνια κόπωση, αδυναμία ανταπόκρισης στις καθημερινές υποχρεώσεις, ευερεθιστότητα, ίσως και κατάθλιψη.

Ατροφικές αλλαγές οδηγούν σε ποικιλία συμπτωμάτων που επηρεάζουν την ποιότητα ζωής. Ξηρότητα κόλπου, κνησμός, δυσπαρεύνια ( πόνος κατά την σεξουαλική επαφή), ουρηθρίτιδα με δυσουρικά ενοχλήματα, υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις και ακράτεια ούρων μπορεί να είναι αποτελέσματα της ατροφίας του επιθήλιου της ουρογενετικής οδού από την χρόνια έλλειψη οιστρογόνων.

Μακροχρόνιες συνέπειες

Η έλλειψη οιστρογόνων επιταχύνει τον ρυθμό οστικής απώλειας κατά 0,5-2% κατ΄έτος. Η απώλεια της οστικής μάζας οδηγεί σε μείωση της ανθεκτικότητας του σκελετού και αυξάνει τον κίνδυνο καταγμάτων. Τα συχνότερα κατάγματα αφορούν στους σπονδύλους, στον αυχένα και στην κεφαλή του μηριαίου και στο περιφερικό άκρο της κερκίδας (κάταγμα Colles) και προκαλούνται ακόμα και μετά από μικρό τραύμα.

Η έλλειψη οιστρογόνων επηρεάζει τα λιπίδια του αίματος, οδηγώντας σε αύξηση της χοληστερόλη και της LDL.

Αυτές οι αλλαγές μπορεί να ερμηνεύουν την αύξηση της καρδιαγγειακής νόσου και της αθηροσκλήρυνσης που παρατηρείται μετά την εμμηνόπαυση.

Η δράση των οιστρογόνων στον εγκέφαλο είναι νευροτροφική και νευροπροστατευτική και γι’αυτό σύνδρομα που περιλαμβάνουν έκπτωση διανοητικών λειτουργιών (π.χ. νόσος Alzheimer) πιθανά να σχετίζονται με την έλλειψη τους.

Μετεμμηνοπαυσιακή αιμόρροια

Η μετεμμηνοπαυσιακή αιμόρροια πρέπει να τυγχάνει ιδιαίτερης προσοχής από τον γυναικολόγο και τη γυναίκα. Η πρώτη αιτία που πρέπει να αποκλειστεί είναι η νεοπλασία. Πρέπει να γίνεται πάντοτε υπερηχογραφικός έλεγχος, παπ τεστ και απαιτείται υστεροσκόπηση με βιοψία του ενδομητρίου.

Θεραπεία

Μετά από επίσκεψη της ασθενούς στο ιατρείο αξιολογούνται τα συμπτώματα, τα οποία διαφέρουν από άτομο σε άτομο, και αφού γίνουν οι απαραίτητες εξετάσεις (ιστορικό για γονιδιακή επιβάρυνση καρκίνου, pap test, μαστογραφία, λιπίδια αίματος, μέτρηση οστικής μάζας και τέλος μια ενδελεχής κλινική εξέταση), προτείνεται η ανάλογη θεραπεία σύμφωνα με τις ανάγκες της γυναίκας. Είναι βασικό ότι η μόνη ένδειξη χορήγησης ορμονικής υποκατάστασης είναι η έκπτωση της ποιότητας ζωής της γυναίκας. Διαφορετικά δεν πρέπει να δίνεται. Τουναντίον πρέπει πάντα να ελέγχεται και να θεραπεὐεται η οστεοπόρωση.

Η θεραπεία μπορεί να είναι ορμονική ή φυτική (από σόγια, γλυκοπατάτα κ.ά.)

Η σωστή επιλογή πρέπει να γίνει από τον θεράποντα που γνωρίζει τις θεραπευτικές επιλογές και τις ανάγκες της συγκεκριμένης γυναίκας.